Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Διήγημα μυστηρίου - Θανάσιμο ψέμα

Η Κατερίνα είχε όλα όσα θα ζητούσε μια γυναίκα. Ήταν έξυπνη, όμορφη και παντρεμένη μ' έναν πλούσιο άντρα που την σέβεται. Παρόλα αυτά, ήταν ταπεινή και καθόλου σπάταλη. Έμεναν στην μονοκατοικία που μεγάλωσε ο ίδιος, για να δημιουργήσουν εκεί την δική τους οικογένεια. Δεν είχαν κάνει ακόμα παιδιά, αν και αυτό ήταν στα άμεσα σχέδιά τους.
Δεν χρειάστηκε να δουλέψει ποτέ στη ζωή της, γιατί προερχόταν από εύπορη οικογένεια και γιατί παντρεύτηκε αρκετά νέα, και πιο συγκεκριμένα με το που έκλεισε τα 18 της. Ήταν άριστη μαθήτρια στο σχολείο, κυρίως λόγω της εξυπνάδας της, αλλά η βασική αιτία ήταν η πίεση των δικών της και τα ιδιαίτερα που της πλήρωναν κάθε χρονιά. Έτσι, όταν τελείωσε, προτίμησε να μην σπουδάσει, αλλά να δημιουργήσει αμέσως το δικό της σπίτι για να αισθάνεται ανεξάρτητη. Επέλεξε να παντρευτεί κάποιον πλούσιο, όχι γιατί είχε ανάγκη τα λεφτά κάποιου άλλου, αλλά γιατί ήθελε να σιγουρευτεί ότι το κίνητρο του γάμου από έναν άντρα που θα γνώριζε, δεν θα ήταν σε καμιά περίτωση οικονομικό, ούτε από τη δική της πλευρά, αλλά ούτε κι από τη δική του. Σε κάθε περίπτωση, τα αισθήματα που είχε ο ένας για τον άλλο, ήταν αμοιβαία. Και αληθινά. Έτσι πείστηκαν οι γονείς της να σταματήσουν να την πιέζουν να σπουδάσει και παντρεύτηκε με την ευχή τους.
Ο Κώστας, δέκα χρόνια μεγαλύτερός της, δούλευε αρκετά χρόνια στην επιχείρηση που του άφησε ο πατέρας του, η οποία διακινούσε ανταλλακτικά αυτοκινήτων. Σε αντίθεση με τους περισσότερους, προσπάθησε σκληρά ν' απεξαρτηθεί απ' τον οικογενειακό έλεγχο. Γι' αυτό το λόγο, ήταν κι εκείνος άριστος μαθητής στο σχολείο με βασικό κίνητρο κάποτε να πάψει να εξαρτιέται από τους δικούς του. Σπούδασε μαθηματικά με υποτροφία, και απέκτησε αρκετά μεταπτυχιακά. Όταν αποφάσισε πως οι σπουδές του ολοκληρώθηκαν και ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την επαγγελματική του σταδιοδρομία, ένα τροχαίο δυστύχημα του στέρησε και τους δυο του γονείς. Αδέρφια δεν είχε, κι έτσι όλη η περιουσία του πατέρα του, πέρασε στα δικά του χέρια κι αποφάσισε να συνεχίσει να δουλεύει στην επιχείρηση που θα συνέχιζε ο ίδιος. Άλλωστε, αυτό που ζητούσε ήταν η ανεξαρτησία του. Και τώρα πια, την είχε.
Ήταν παντρεμένοι 2 χρόνια. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ένα ευτυχισμένο ζευγάρι κι ότι τίποτα δεν θα χαλούσε την ευτυχία τους. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια...
Ένα συνηθισμένο απόγευμα, η Κατερίνα ένιωσε ανακούφιση που σε λίγη ώρα θα έφτανε στο σπίτι της, γιατί το βάρος από τα ψώνια είχε αρχίσει να κουράζει τα χέρια της. Για να διασχίζει μικρότερη διαδρομή, κάθε φορά που έφευγε απ' το σούπερ μάρκετ με προορισμό το σπίτι της, έκανε παράκαμψη από ένα μικρό στενάκι, ανάμεσα σε δυο μονοκατοικίες. Το πλάτος του ήταν αρκετά μεγάλο για να περάσει άνετα ένας άνθρωπος ή ένα δίτροχο, όχι αρκετά μεγάλο όμως για να χωράει κάποιο αυτοκίνητο.
Την ώρα που διέσχιζε το στενάκι, είδε στην άλλη άκρη του να ξεπροβάλλει ένας άντρας. Στάθηκε εκεί, κοιτώντας την. Με τον φόβο ν' αρχίσει να γεννιέται μέσα της, αποφάσισε να γυρίσει πίσω και να μη βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο μ' εκείνον τον άγνωστο. Κάνοντας μεταβολή, διαπίστωσε ότι πίσω της, απ' όπου μπήκε στο στενάκι, στεκόταν άλλος ένας άντρας ακίνητος, κοιτώντας την κι αυτός. Για μια στιγμή, ένιωσε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της.
Η επόμενή της σκέψη, ήταν να πετάξει τα ψώνια κάτω και να τρέξει γρήγορα προς τα πίσω, πριν προλάβει ο άντρας να μπει βαθύτερα στο στενό και της φράξει περισσότερο τον δρόμο. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη της, και είδε τον άντρα να την πλησιάζει. Κοίταξε στην άλλη άκρη του στενού, και είδε και τον άλλο άντρα να την πλησιάζει. Και οι δύο, και από τις δυο πλευρές του στενού, την πλησίαζαν απειλιτικά, αμίλητοι, με τρόπο που δεν άφηνε περιθώρια για αμφιβολίες σχετικά με τις διαθέσεις τους. Έτσι αμέσως σκέφτηκε τα χειρότερα και άρχισε να φωνάζει:
- Πάρτε ό,τι θέλετε, τα ψώνια μου, το πορτοφόλι μου, αλλά σας παρακαλώ μην με πειράξετε! Έχω αρκετά λεφτά στη τσάντα μου, σας παρακαλώ πάρτε την κι αφήστε με να φύγω!
Οι άντρες δεν μίλησαν. Την πλησίαζαν όλο και περισσότερο. Έτσι εκείνη πέταξε τα ψώνια της κάτω και τη τσάντα της, με τρόπο που σκόρπισαν τα πράγματά της στο έδαφος. Ήταν έτοιμη να παλέψει για να ξεφύγει.
Τη στιγμή που η Κατερίνα βρισκόταν ανάμεσα στους δυο άντρες, σε απόσταση μικρότερη των 3 μέτρων, ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη. Εκείνη τη στιγμή, περνούσε ένας άντρας μπροστά απ' το στενό και είδε το σκηνικό. Χωρίς δεύτερη σκέψη, έτρεξε να τη βοηθήσει. Βλέποντάς τον, οι δυο ύποπτοι άντρες, έτρεξαν αμέσως από την άλλη έξοδο του στενού, κι εξαφανίστηκαν.
Ο άγνωστος πλησίασε την Κατερίνα και αφού σιγουρεύτηκε πως είναι καλά, την βοήθησε να μαζέψει τα πράγματά της.
- Σ' ευχαριστώ πάρα πολύ, δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν εμφανιζόσουν εσύ.
- Μην το σκέφτεσαι, σημασία έχει ότι είσαι καλά.
- Αν ήταν κάποιος άλλος, μπορεί και ν' αδιαφορούσε γι' αυτό που συνέβαινε. Αν δεν ήσουν εσύ, μπορεί αυτή τη στιγμή να μην ήμουν καν ζωντανή.
- Δεν υπάρχει λόγος να τα σκέφτεσαι αυτά, τελείωσε τώρα. Παρόλα αυτά, μήπως θα ήθελες να σε συνοδέψω μέχρι το σπίτι σου για να νιώθεις πιο ασφαλής;
- Σ' ευχαριστώ πολύ, πραγματικά θα το ήθελα. Πως σε λένε;
- Αλέξη, εσένα;
- Χάρηκα Αλέξη! Εγώ είμαι η  Κατερίνα.
- Η χαρά είναι όλη δική μου.
Έτσι, κίνησαν μαζί, κρατώντας τα ψώνια μισά μισά, και πήγαν μέχρι το σπίτι.
Δεν αντάλλαξαν κουβέντα, μέχρι να φτάσουν. Εκείνη ήταν ακόμα σοκαρισμένη από το συμβάν, κι εκείνος ήταν απλά αμήχανος. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν... Φτάνοντας μπροστά στη πόρτα του σπιτιού, ο Αλέξης αποφάσισε να σπάσει τον πάγο.
- Μήπως θα μπορούσα να έχω ένα ποτήρι νερό; Εκτός κι αν έχεις δουλειά, δεν θέλω να σε απασχολώ.
- Και το ρωτάς; Εδώ μάλλον σου χρωστάω τη ζωή μου! Σε παρακαλώ, πέρνα μέσα.
Αν η Κατερίνα ήταν πιο παρατηρητική, θα διέκρινε ένα συγκρατημένο χαμόγελο στο πρόσωπο του Αλέξη.
Πέρασαν στο καθιστικό και η Κατερίνα πήγε στη κουζίνα να τακτοποιήσει τα ψώνια και να βάλει νερό στον Αλέξη, ο οποίος καθόταν στον καναπέ και την περίμενε. Κατά τη διάρκεια της αναμονής του, παρατηρούσε τον χώρο γύρω του: μεγάλος, πολυτελής, αλλά όχι φλύαρος. Είχε κάποια κάδρα και κάποια μπιμπελό, όχι υπερβολικά πολλά, αλλά αρκετά για να γεμίζουν το μεγάλο καθιστικό. Ξάφνου το βλέμμα του έπεσε σε μια κορνίζα, η οποία είχε φωτογραφία της Κατερίνας αγκαλιά με τον άντρα της, τον Κώστα. Τα χαμόγελά τους, φώτιζαν τα χαρούμενα πρόσωπά τους.
- Ορίστε το νερό σου, Αλέξη.
- Σ' ευχαριστώ πολύ Κατερίνα. Να υποθέσω πως αυτός είναι ο σύζυγός σου;
- Πολύ σωστά, ο Κώστας. Τώρα βρίσκεται στη δουλειά, και θα γυρίσει σε λίγη ώρα. Αν θέλεις μείνε για φαγητό, να τον γνωρίσεις κιόλας.
- Σ' ευχαριστώ, αλλά πρέπει να φύγω γιατί έχω αφήσει κάποιες υποχρεώσεις στη μέση.
- Εγώ σ' ευχαριστώ Αλέξη.
- Αν θέλεις, μπορώ να σου δώσω τον αριθμό του τηλεφώνου μου, ή εσύ τον δικό σου, ώστε να τα πούμε κάποια άλλη στιγμή. Μην με παρεξηγήσεις, καθαρά φιλικά, δεν είμαι από τους άντρες που σκέφτονται με πονηρό τρόπο τη γνωρίμία με μια γυναίκα. Σέβομαι το γεγονός ότι είσαι παντρεμένη.
- Φυσικά.
Αντάλλαξαν αριθμούς τηλεφώνων, κι ο Αλέξης κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε έξω. Η Κατερίνα τον χαιρέτισε, κι έπειτα τον κοιτούσε κρυφά απ' το ματάκι της κλειστής πόρτας καθώς αυτός απομακρυνόταν. Αν δεν αγαπούσε τον άντρα της, θα είχε πάρει πρώτη αυτή την πρωτοβουλία να του ζητήσει τον αριθμό του τηλεφώνου του. Ο Αλέξης ήταν εκτός από πολύ συμπαθής κι ευγενικός, και ωραίος άντρας. Όχι όμως πιο όμορφος απ' τον συζυγό της.
Η ώρα πέρασε και ο Κώστας γύρισε στο σπίτι. Η Κατερίνα του είπε όσα συνέβησαν, και για τον άγνωστο άντρα, τον Αλέξη, που την έσωσε από την επίθεση των αγνώστων. Ο Κώστας ησύχασε όταν σιγουρεύτηκε πως η Κατερίνα δεν έπαθε τίποτα και της είπε να προσκαλέσει μια μέρα τον Αλέξη για φαγητό, ώστε να γνωρίσει τον άντρα που έσωσε τη ζωή της γυναίκας του. Ένιωθε ευγνωμοσύνη γι' αυτόν τον άνθρωπο.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, η Κατερίνα πήρε τηλέφωνο τον Αλέξη και τον κάλεσε για φαγητό. Αυτός αρνήθηκε ευγενικά, εξηγώντας ότι βρίσκεται εκτάκτως εκτός πόλης και πως όταν γυρίσει θα την πάρει εκείνος τηλέφωνο.
Πέρασαν αρκετές μέρες, μέχρι που ένα απόγευμα χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε η Κατερίνα και στην άλλη γραμμή ήταν ο Αλέξης. Κανόνισαν να έρθει για φαγητό το επόμενο Σάββατο, που δεν θα δούλευε κι ο Κώστας, ώστε να γνωρίσει κι εκείνον. Όταν έφτασε το Σάββατο, η Κατερίνα είχε το σπίτι στην εντέλεια και είχε μαγειρέψει τα καλύτερα φαγητά της. Δυστυχώς ο Κώστας έλειπε απ' το σπίτι, γιατί προέκυψε ένα επείγον θέμα με τη δουλειά και έπρεπε να το λύσει άμεσα. Έτσι, όταν ήρθε ο Αλέξης, έδειξε έκπληκτος που βρήκε την Κατερίνα μόνη της.
- Πού είναι ο σύζυγός σου; Κώστας λέγεται, έτσι;
- Ναι, Κώστας. Δυστυχώς έπρεπε να φύγει για επαγγελματικούς λόγους, και το έμαθε τελευταία στιγμή.
- Γιατί τότε δεν  με πήρες να το ακυρώσουμε;
- Γιατί θα πήγαιναν χαμένα όλα αυτά τα φαγητά, κι άλλωστε, ο άντρας μου με εμπιστεύεται με άλλους άντρες. Ξέρει ότι δεν θα προδώσω ποτέ την εμπιστοσύνη του. Έτσι μπορούμε να καθήσουμε να φάμε, κι αν προλάβει να έρθει ο Κώστας πριν φύγεις, θα τον γνωρίσεις.
- Με μεγάλη μου χαρά, Κατερίνα.
Αφού κάθησαν κι έφαγαν, πήγαν στο καθιστικό για ποτό. Μιλούσαν με τις ώρες, για τις ζωές τους. Ο Αλέξης ήταν μόνος, δεν είχε παντρευεί, αν και είχε την ίδια ηλικία με τον Κώστα. Δούλευε σαν δικηγόρος, εκπροσωπώντας διάφορες εταιρίες. Βρήκαν πολλά κοινά ενδιαφέροντα μεταξύ τους, κι έτσι η Κατερίνα τον συμπάθησε ακόμα περισσότερο. Κυρίως όμως, εκτίμησε το γεγονός πως ο Αλέξης δεν έκανε καμία απολύτως άπρεπη κίνηση, παρόλο που θεωρητικά, είχε την ευκαιρία αφού ήταν μόνο οι δυο τους σ' ένα άδειο σπίτι.
Στη μέση της συζήτησής του, ο Αλέξης δέχτηκε ένα τηλεφώνημα κι έπρεπε να φύγει. Ευχαρίστησε την Κατερίνα με μια θερμή χειραψία και βγήκε απ' το σπίτι. Η Κατερίνα συμμάζεψε, κι όταν σχεδόν τελείωσε τις δουλειές της, γύρισε ο Κώστας ζητώντας της ξανά συγγνώμη που έπρεπε να λείψει. Η Κατερίνα τον πρώτο καιρό τον ρωτούσε λεπτομέρειες σχετικά με τη δουλειά του, όχι για λόγους ελέγχου, αλλά από περιέργεια. Από ένα σημείο και μετά, αφού έμαθε απ' έξω κι ανακατωτά τη επαγγελματική ρουτίνα του Κώστα, έπαψε να τον κουράζει με ερωτήσεις. Έτσι κι εκείνος έπαψε, να την ζαλίζει με λεπτομέρειες που πλέον την αφήνουν αδιάφορη. Μιλούσαν για θέματα που ενδιέφεραν και τους δυο.
Εκείνο το βράδυ, όταν ξάπλωσαν ο Κώστας είχε κάποιες ανήσυχες σκέψεις. Είχε την εντύπωση πως γυρνώντας στο σπίτι είδε κάποιο πρόσωπο από το παρελθόν του, αλλά μέσα στο σκοτάδι δεν μπορούσε να είναι απολύτως σίγουρος. Αποφάσισε να ξεχάσει το συμβάν και να κοιμηθεί.
Μετά από αρκετές μέρες, ο Αλέξης πήρε τηλέφωνο την Κατερίνα και της πρότεινε να βγουν για φαγητό με τον άντρα της, για να τον γνωρίσει. Τους είπε να βρεθούν Κυριακή απόγευμα, σ' ένα πολυτελές εστιατόριο. Όταν έφτασε η μέρα, η Κατερίνα κι ο Κώστας έφτασαν πρώτοι στο ραντεβού τους. Είχε γίνει κράτηση στο όνομα του Αλέξη, έτσι το ζευγάρι πήγε και κάθησε στο τραπέζι. Μετά από λίγη ώρα, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Αλέξης και τους χαιρέτησε. Ήταν ήρεμος κι ευγενικός, όπως πάντα. Ο Κώστας όμως έδειξε ξαφνιασμένος.
- Γεια σας, ελπίζω να μην με περιμένατε πολύ ώρα.
- Όχι, λίγα λεπτά είμαστε εδώ. Να σου συστήσω τον σύζυγό μου, τον Κώστα.
- Καιρός ήταν. Χάρηκα Κώστα, είμαι ο Αλέξης.
Ο Κώστας σηκώθηκε αργά, και άργησε να συνειδητοποιήσει ότι έπρεπε ν' ανταποκριθεί στη χειραψία.
- Κι εγώ χάρηκα Αλέξη. Θα σου ζητήσω συγγνώμη, αλλά πρέπει να πάω επειγόντως στην τουαλέτα.
Ο Κώστας έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Τον έλουσε κρύος ιδρώτας. Χλώμιασε κι έτρεμε ολόκληρος. Σκεφτόταν "τι γυρεύει αυτός εδώ; τι σκοπό έχει; τι σχέδια κρύβει στο κεφάλι του; τι θα κάνω;"
Τελικά, αποφάσισε ν' ανακτήσει την ψυχραιμία του. Ναι, τον γνώριζε τον Αλέξη. Όχι όμως σαν Αλέξη. Αυτός που αντίκρυσε μπροστά του, ήταν ο Ανέστης. Αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει στην Κατερίνα γι' αυτόν. Προσπαθούσε χρόνια να ξεχάσει, και να που ο εφιάλτης ξεφύτρωσε μπροστά του, στην πιο ευτυχισμένη περίοδο της ζωής του. Και κοίτα μικρός που είναι ο κόσμος, αυτός έτυχε να βρεθεί να βοηθήσει την Κατερίνα, την κρίσιμη στιγμή που απειλούσαν τη ζωή της. Ή μήπως δεν ήταν τυχαίο; Επίσης πόσο τυχαίο ήταν που την τελευταία στιγμή του παραλίγο κοινού τους δείπνου τις προάλλες προέκυψε θέμα στη δουλειά;
Επέστρεψε στο τραπέζι. Ο Αλέξης -ή Ανέστης- έλεγε συνεχώς έξυπνα αστεία, και η Κατερίνα δεν μπορούσε να σταματήσει να χαμογελάει. Ο Κώστας δεν μιλούσε ιδιαίτερα μέχρι το τέλος της βραδιάς. Ο Αλέξης έπρεπε να φύγει πρώτος γιατί είχε να τακτοποιήσει κάποιες υποθέσεις. Η Κατερίνα με τον Κώστα αποφάσισαν να καθήσουν λίγο ακόμα στο εστιατόριο. Η Κατερίνα άρχισε να του μιλάει:
- Γιατί ήσουν τόσο αμίλητος με τον Αλέξη; Αν εξαιρέσουμε το ότι τον ευχαρίστησες που με βοήθησε, την υπόλοιπη βραδιά δεν μιλούσες σχεδόν καθόλου!
- Δεν μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος.
- Τι εννοείς; Καλά καλά δεν τον γνωρίζεις.
- Πες το διαίσθηση. Και η διαίσθησή μου δεν κάνει ποτέ λάθος.
- Υπερβάλλεις Κώστα. Και μη μου πεις ότι ζηλεύεις, σου εξήγησα πως ο Αλέξης είναι κύριος.
- Δεν είναι ότι ζηλεύω, αλλά δεν τον εμπιστεύομαι.
- Αφού δεν πρόλαβες να τον γνωρίσεις καλά καλά, λογικό είναι να μην τον εμπιστεύεσαι. Αλλά θα μπορούσες να είσαι λίγο πιο ευγενικός απόψε.
- Δεν έχω καμία διάθεση να τσακωθώ για έναν άγνωστο.
- Αυτός ο άγνωστος όμως έσωσε τη γυναίκα σου. Κι εσύ ήσουν ενθουσιασμένος που θα τον γνώριζες. Τι άλλαξε; Δεν σε καταλαβαίνω.
- Έχεις δίκιο, απλά δεν είμαι καλά. Μπορούμε να φύγουμε;
Και κάπως έτσι, ξεκίνησαν οι πρώτοι καυγάδες του ζευγαριού.
Τις επόμενες ημέρες, ο Αλέξης έπαιρνε συχνά την Κατερίνα τηλέφωνο, κυρίως τις ώρες που ο Κώστας έλειπε στη δουλειά. Μιλούσαν για πολύ λίγο κάθε φορά, αλλά παρόλο που ήταν σύντομος ήταν ουσιώδη η συζήτησή τους. Είχε πάντα κάτι νέο να της πει, και δεν επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να γίνει ενοχλητικός. Γιατί, όπως είπε και η Κατερίνα, "είναι κύριος".
Ένα βράδυ, ο Κώστας και η Κατερίνα μάλωσαν άσχημα για το θέμα αυτό. Αυτός της έλεγε συνεχώς να μη δίνει θάρρος στον Αλέξη, κι αυτή του έλεγε ότι οι σκηνές ζηλοτυπίας είναι κάτι που είχαν συμφωνήσει ότι δεν θα συνέβαινε ποτέ. Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει ο Κώστας απ' το σπίτι, χτυπώντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. Η Κατερίνα έκλαιγε με λυγμούς πολύ ώρα. Όταν σταμάτησε να κλαίει, πήρε τηλέφωνο τον Αλέξη.
- Γεια σου Αλέξη, η Κατερίνα είμαι. Ελπίζω να μη σ' ενοχλώ.
- Όχι φυσικά, αν και είναι λίγο αργά. Είναι όλα εντάξει;
- Δεν ξέρω. Μάλωσα με τον Κώστα και δεν είμαι στα καλύτερά μου. Σε πήρα γιατί ήθελα να μιλήσω σε κάποιον.
- Πολύ καλά έκανες. Θα ήθελες να περάσω από εκεί μήπως;
- Όχι γιατί αν γυρίσει ο Κώστας θα είναι άβολα και για τους τρεις μας. Μήπως θα μπορούσες να έρθω απ' το σπίτι σου; Πραγματικά δεν θέλω να μείνω μόνη μου αυτή τη στιγμή αλλά ούτε και να πάω στους γονείς μου γιατί θα πρέπει να τους δίνω εξηγήσεις και δεν το θέλω αυτό.
- Βεβαίως. Σημείωσε την διεύθυνσή μου.
Ύστερα από λίγη ώρα, η Κατερίνα καθόταν αναπαυτικά στον καναπέ του Αλέξη. Είχε αρχίσει να τον νιώθει φίλο της, κι έτσι του είπε για όσα την απασχολούν με τον Κώστα.
- Κατάλαβες; Ενώ δεν έχεις δώσει κανένα δικαίωμα, τσακώνομαι συνεχώς με τον Κώστα για την παρέα που κάνω μαζί σου.
- Δεν τον αδικώ, γιατί δύσκολα μένει κάποιος άντρας ασυγκίνητος απέναντι σε μια τόσο όμορφη γυναίκα, όσο εσύ. Απλώς δεν είμαι σαν όλους τους άλλους.
Η Κατερίνα, χωρίς να μπορεί να συνειδητοποιήσει αν αυτά που νιώθει είναι από εγωισμό ή από αντίδραση, ή και από τα δυο, αντιλαμβάνεται πως ο Αλέξης της φαίνεται ακόμα πιο όμορφος απ' όσο είναι. Άλλωστε, δεν είχε κάνει τίποτα με άλλον άντρα εκτός τον Κώστα. Είναι δυο χρόνια παντρεμένοι, σύντομα θα κάνουν παιδιά, και δεν θα έχει ποτέ άλλωτε την ευκαιρία να κάνει οτιδήποτε με άλλον άντρα. Και πραγματικά, μέχρι εκείνη τη βραδιά, ούτε που της πέρασε απ' το μυαλό.
Το επόμενο πρωί, βρήκε την Κατερίνα να ξυπνάει στο κρεβάτι του Αλέξη. Είχε ηρεμήσει, και μετάνιωνε την κάθε στιγμή της προηγούμενης νύχτας. Θυμάται πως έκανε πρώτη την κίνηση, κι ο Αλέξης απλά δεν αντιστάθηκε. Ούτε όμως ανταποκρίθηκε τόσο θερμά όσο νόμιζε. Αυτό επιβεβαίωνε τις αρχικές του δηλώσεις ότι δεν βλέπει πονηρά κάθε γυναίκα που γνωρίζει. Ήταν περισσότερο έκπληκτος από εκείνη. Παρόλα αυτά, κατέληξαν μαζί στο κρεβάτι.
Όταν η Κατερίνα γύρισε σπίτι, ο Κώστας έλειπε ακόμα, αλλά της άφησε μήνυμα στον τηλεφωνητή ζητώντας της συγγνώμη και λέγοντάς της ότι είχε πάει βόλτα με το αμάξι για ν' αδειάσει το μυαλό του, με αποτέλεσμα να σταματήσει κάπου κουρασμένος και ν' αποκοιμηθεί στο κάθισμα. Το πρωί πήγε απευθείας στη δουλειά.
Το βράδυ που γύρισε ο Κώστας στο σπίτι, απολογήθηκε ζητώντας χίλιες φορές συγγνώμη για τον καυγά τους. Και η Κατερίνα τον διαβεβαίωσε ότι θα ελάττωνε τις επαφές της με τον Αλέξη, μέχρι να τις σταματήσει εντελώς. Κι αυτό προσπάθησε  να κάνει τις επόμενες μέρες. Όταν ο Αλέξης κατάλαβε ότι οι δικαιολογίες της Κατερίνας ήταν προφάσεις για να τον αποφύγει, την εκβίασε λέγοντάς της ότι πρέπει να μιλήσουν για τελευταία φορά, αλλιώς θα έλεγε στον άντρα της την αλήθεια. Έπειτα, θα εξαφανιζόταν απ' τη ζωή της.
Εκείνο το σαββατοκύριακο, ο Κώστας θα έλειπε για δουλειές. Έτσι η Κατερίνα προσκάλεσε τον Αλέξη στο σπίτι της, για να έχει τον έλεγχο της κατάστασης και για να μπορεί να τον διώξει αν υπερβεί τα όρια.
- Γεια σου Κατερίνα. Επιτέλους δέχτηκες να μιλήσουμε.
- Δεν μου άφησες άλλη επιλογή.
- Μην ανησυχείς. Αυτή θα είναι η τελευταία φορά που με βλέπεις.
Καθώς έκλεισε την πόρτα πίσω της, ο Αλέξης έβγαλε ένα μαχαίρι από την εσωτερική τσέπη του σακακιού της κι άρχισε να την χτυπάει μ' αυτό. Ήταν πολύ πιο δυνατός από εκείνη, και γι' αυτό δεν συνάντησε ιδιαίτερη δυσκολία. Όταν την είδε αιμόφυρτη και ξεψυχισμένη, βγήκε από το πίσω παράθυρο κι έφυγε.
Ο Κώστας γύρισε το επόμενο πρωί. Το σοκ του όταν αντίκρυσε την Κατερίνα, ήταν μεγάλο. Ήταν σίγουρος πως το έκανε ο Αλέξης -Ανέστης- για να τον εκδικηθεί. Πλέον δεν έχει να χάσει τίποτα. Όλα όσα είχε στη ζωή του, ήταν η Κατερίνα. Αυτά που θεωρούσε εξίσου σημαντικά, όπως η φήμη του, η αξιοπιστία του, και η αξιοπρέπειά του, δεν είχαν πια καμία σημασία. Άλλωστε, ήταν γεμάτος ενοχές, γιατί αν της είχε πει την αλήθεια, τότε ίσως να ήταν ακόμα ζωντανή. Έτσι κάλεσε την αστυνομία κι αποφάσισε να τους τα πει όλα, για να συλλάβουν έστω και αργά, τον δολοφόνο.
Η ιστορία είχε ως εξής. Το πραγματικό όνομα του Αλέξη, ήταν Ανέστης. Τρία χρόνια πριν γνωρίσει ο Κώστας την Κατερίνα, ο Ανέστης δούλευε στο νομικό τμήμα της εταιρίας του Κώστα κι εκεί τον γνώρισε. Έκαναν καλή παρέα, ώσπου μια βραδιά ήρθαν πιο κοντά απ' όσο έπρεπε. Ο Ανέστης πάντα γλυκοκοίταζε τον Κώστα, και ρίχνοντάς του κάτι στο ποτό του, τον έκανε ανήμπορο ν' αντιδράσει και τον βίασε. Ο Κώστας θυμόταν με ντροπή τη βραδιά εκείνη, αλλά δεν ήθελε να δημοσιοποιηθεί για κανέναν λόγο. Έτσι την επόμενη μέρα έδωσε μια μεγάλη αποζημίωση στον Ανέστη, και τον έδιωξε από το νομικό τμήμα της εταιρίας.
Έτσι η αστυνομία συμπέρανε πως προφανώς ο Ανέστης παρακολουθούσε τον Κώστα και την Κατερίνα, και ίσως να πλήρωσε κάποια πρεζόνια για να της στήσουν ενέδρα, εκτός κι αν στάθηκε πραγματικά τυχερός εκείνη τη μέρα προκειμένου να τη γνωρίσει, αφού όταν γνώρισε τον Κώστα έκανε πως τον έβλεπε για πρώτη φορά. Προφανώς είχε άρρωστο μυαλό και ήθελε να εκδικηθεί τον Κώστα. Αμέσως λοιπόν αυτή την πολύωρη απολογία του Κώστα, εστάλησαν αστυνομικές δυνάμεις στο σπίτι του Ανέστη.
- Αστυνομία, ανοίξτε!
Δεν ακουγόταν τίποτα από μέσα.
-Ανοίξτε γιατί θα σπάσουμε την πόρτα!
Τίποτα. Σιωπή.
Αφού έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, βρέθηκαν σ' ένα θέαμα που δεν περίμεναν να δουν.
Στο πάτωμα, βρισκόταν ο Ανέστης νεκρός, μέσα σε μια λίμνη αίματος. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πέθανε από ακατάσχετη αιμοραγία. Δίπλα του, υπήρχε ένα γράμμα γραμμένο με αίμα, και στη τηλεόραση παιζόταν συνεχώς το βίντεο από τη βραδιά που πέρασε με την Κατερίνα, το οποίο είχε τραβήξει εν αγνοία της με μια κρυφή κάμερα.
Το γράμμα έγραφε:
"Συγγνώμη Κατερίνα. Αισθάνομαι υπεύθυνος για τον θάνατό σου. Αν δεν είχαμε ερωτευτεί ο ένας τον άλλον και αν ο άντρας σου δεν μάθαινε για μας, θα είμασταν κι οι δυο ζωντανοί ακόμα. Βλέπεις, μετά που σκότωσε εσένα, ήρθε να μου πει τι έκανε, κι ότι τα ήξερε όλα, πριν προσπαθήσει να σκοτώσει κι εμένα. Ευτυχώς, έφυγε πριν καν σιγουρευτεί πως πραγματικά πέθανα, και πρόλαβα ν' αφήσω αυτό το γράμμα για ν' αποδοθεί δικαιοσύνη. Για πάντα δικός σου, Ανέστης".

 orange_fish



(Η πρώτη μου απόπειρα συγγραφής ως orange_fish)

http://www.wattpad.com/26864900-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CF%88%CE%AD%CE%BC%CE%B1-%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%AC%CF%83%CE%B9%CE%BC%CE%BF-%CF%88%CE%AD%CE%BC%CE%B1